αποσβήνω

αποσβήνω
(AM ἀποσβεννύω, Α κ. -σβέννυμι)
1. εξαφανίζομαι
2. σβήνω εντελώς
νεοελλ.
(για χρέη) εξοφλώ
αρχ.
Ι. 1. (για φωτιά) σβήνω τελείως
2. εξαλείφω
II. (-υμαι)
1. εκλείπω, στειρεύω, σταματώ
2. εξασθενώ, εξαντλούμαι
3. αφανίζομαι, χάνομαι, πεθαίνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποσβήνω — ησα, ήστηκα, ησμένος, αμτβ., χάνομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι: Πάει ο δύστυχος, απόσβησε με την καινούρια συμφορά που τον βρήκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποσβέννυμι — κ. ύω βλ. αποσβήνω …   Dictionary of Greek

  • εκσβέννυμι — ἐκσβέννυμι (AM) 1. σβήνω τελείως, αποσβήνω 2. ξεραίνομαι, στερεύω 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) εξεσβηκώς αυτός που έχει ξεραθεί εντελώς, που έχει στερέψει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”